ἀροῦσι

ἀροῦσι
ἀ̱ροῦσι , ἀείρω
attach
fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
ἀ̱ροῦσι , ἀείρω
attach
fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
ἀρόω
plough
pres part act masc/neut dat pl (attic ionic)
ἀρόω
plough
pres ind act 3rd pl (attic doric ionic aeolic)
αἴρω
attach
fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
αἴρω
attach
fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”